étendre ses activités - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

étendre ses activités - translation to Αγγλικά

VOLUNTEER EMERGENCY SERVICE ORGANISATION IN NEW SOUTH WALES, AUSTRALIA
Nsw ses; Nswses; NSW SES
  • 100x100px
  • frameless
  • Lake Albert]], in 2010
  • 100x100px
  • 100x100px
  • frameless

étendre ses activités      
extend one's activities

Ορισμός

SES
Security Enabling Services (Reference: IBM)

Βικιπαίδεια

New South Wales State Emergency Service

The New South Wales State Emergency Service (NSW SES), an agency of the Government of New South Wales, is an emergency and rescue service dedicated to assisting the community in times of natural and man-made disasters. The NSW SES is made up almost entirely of volunteer members, numbering over 10,214 as of July 2021. Members are easily identified by their distinctive orange overalls.

The agency is led by its Commissioner who reports to the Minister for Emergency Services and Resilience.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για étendre ses activités
1. C‘est la raison pour laquelle Zurich Financial (ZURN.VX) Services (ZFS) a décidé d‘y étendre ses activités.
2. La société veut étendre ses activités ŕ La Chaux–de–Fonds.
3. Pour y parvenir, la banque compte étendre ses activités dans le domaine des dérivés et du private banking ŕ l‘étranger.
4. Dans le cadre de ce processus d‘intégration des deux entités, la future Valoris va étendre ses activités ŕ Gen';ve.
5. L‘entreprise s‘appręte actuellement ŕ étendre ses activités en Extręme–Orient, notamment en Chine, en Corée du Sud et au Vietnam.